Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία
στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα ειναι αιτία
Έξι μου δίνει ο πρόεδρος έξι κι ο σαγγελέας
και δώδεκα οι ένορκοι στα Βούρλα στον Περαία
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά
Όταν με ανεβάζανε στις μαρμαρένιες σκάλες
βουρκώσαν τα ματάκια μου δυο σιγανές ψιχάλες
Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα
και βλέπω τους κατάδικους σαν φύλλα μαραμένα
Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάσαν τα κελιά
Ανοίγω το παράθυρο να δω την κοινωνία
κι ο φύλακας με τράβαγε γραμμή στα πειθαρχεία
Τι να σου κάνω φύλακα που 'ναι δικαίωμά σου
τα σίδερα κι οι φυλακές και τα κλειδιά δικά σου
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά
Κι εσύ γλυκιά μανούλα μου για σκέψου τα παιδιά σου
σου λείπει ο μικρότερος και καίγετ' η καρδιά σου
Μανούλες που 'χετε στα σίδερα κλεισμένα
στις προσευχές που κάνετε να λέτε και για μένα
Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάσαν τα κελιά
Στη φυλακή απόχτησα τα τέσσερα βραβεία
το αχ, το βαχ, τ' αλοίμονο και την απελπισία
Δεν ξαναπέφτω φυλακή τα νιάτα μου λυπάμαι
βαρέθηκα μανούλα μου στις πλάκες να κοιμάμαι
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά
βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάσαν τα κελιά